έρρω

έρρω
ἔρρω (Α)
1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.)
και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» — μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.)
2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου
3. βαδίζω στην καταστροφή, στον όλεθρο («ἔρρων ἐκ νηός» — πέφτοντας από το πλοίο)
4. (στην προστ.) α) χάσου, ξεκουμπίσου, πήγαινε στ’ ανάθεμα («ἐρρέτω Ἴλιον», Σοφ.)
β) φρ. «ἔρρε ὴ ἔρρ’ ἐς κόρακας» — πήγαινε να σέ φάνε τα κοράκια, φεύγα, γκρεμοτσακίσου)
5. (για πρόσωπα και πράγματα) χάνομαι, καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι (α. «ἔρρει δῆμος πανώλης», Αισχύλ.
β. «ἔρρει τὰ θεῑα» — χάθηκε ο σεβασμός στους θεούς).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη ανάγεται σε αρχικό τ. *Fέρσψω, οπότε συνδέεται με το λατ. verrō «σαρώνω, σκουπίζω» και τα αρχ. σλαβ. vĭrxu, vrěšti «αλωνίζω». Πέρα όμως τών σημασιολογικών προβλημάτων, σύμφωνα με την άποψη αυτή το διπλό -ρρ- ανάγεται σε *-ρσ- το οποίο θα έπρεπε να μαρτυρείται στα επικά κείμενα, όπου όμως εμφανίζεται επίσης διπλό -ρρ-. Εν συνθέσει αρχ. απαντά μόνο στον τύπο τής προστακτικής ενεστ. ερρέτω με τα προθήματα αν-, απ-, εισ-, εξ-, περι-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἔρρω — go slowly pres subj act 1st sg ἔρρω go slowly pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρῶ — ἐν ῥάζω snarl fut ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐν ῥαίνω sprinkle fut ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρρον — ἔρρω go slowly pres part act masc voc sg ἔρρω go slowly pres part act neut nom/voc/acc sg ἔρρω go slowly imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἔρρω go slowly imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρήσει — ἔρρω go slowly aor subj act 3rd sg (epic) ἔρρω go slowly fut ind mid 2nd sg ἔρρω go slowly fut ind act 3rd sg ῥέομαι flow futperf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρρεσθε — ἔρρω go slowly pres imperat mp 2nd pl ἔρρω go slowly pres ind mp 2nd pl ἔρρω go slowly imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρρετε — ἔρρω go slowly pres imperat act 2nd pl ἔρρω go slowly pres ind act 2nd pl ἔρρω go slowly imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρρῃ — ἔρρω go slowly pres subj mp 2nd sg ἔρρω go slowly pres ind mp 2nd sg ἔρρω go slowly pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρέσθων — ἔρρω go slowly pres imperat mp 3rd pl ἔρρω go slowly pres imperat mp 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρέτων — ἔρρω go slowly pres imperat act 3rd pl ἔρρω go slowly pres imperat act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρρήσεις — ἔρρω go slowly aor subj act 2nd sg (epic) ἔρρω go slowly fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”